πανώλη

πανώλη
Οξεία λοιμώδης νόσος που προκαλείται από την παστερέλα της πανώλους (pasteurela pestiv), ένα κοκκοβακτηρίδιο το οποίο προκαλεί συνήθως επιζωοτίες σε μερικά είδη ποντικών· η νόσος μεταδίδεται στον άνθρωπο από τους ποντικούς όταν οι ψύλλοι, που παρασιτούν σε ποντικό, μετά τον θάνατο του άρρωστου ποντικού, τσιμπήσουν τυχαία τον άνθρωπο για να τραφούν. Από τον ασθενή η νόσος μεταδίδεται γρήγορα πια στους ανθρώπους του περιβάλλοντος με άμεση ή έμμεση επαφή, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις πνευμονικής εντόπισης, οπότε μεταδίδεται και με τα σταγονίδια. Η π., που λέγεται και πανούκλα, είναι πάντα αρρώστια βαριά, με υψηλό πυρετό και σοβαρή τοξική κατάσταση. Μπορεί να εμφανιστεί με τρεις βασικές μορφές: βουβωνική π., που χαρακτηρίζεται από έντονη αιμορραγική λεμφαδενίτιδα, πνευμονική π., που είναι η βαρύτερη μορφή και χαρακτηρίζεται από βαριά πνευμονία, και σηψαιμική π. χωρίς εμφανείς εντοπίσεις· αν δεν εφαρμοστεί ταχύτατα αποτελεσματική θεραπευτική αγωγή, η πνευμονική και η σηψαιμική μορφή είναι πάντα θανατηφόρες. Πολύ αποτελεσματικές κατά του πανωλικού βακτηριδίου έχουν αποδειχθεί οι σουλφοναμίδες και μερικά αντιβιοτικά, όπως η στρεπτομυκίνη· μ’ αυτά τα φάρμακα επιτυγχάνεται σε μεγάλο ποσοστό η ίαση. Η π. ήταν γνωστή και στην αρχαιότητα· ο λοιμός των Αθηνών που περιγράφει ο Θουκυδίδης ήταν πιθανώς π. Μεγάλες επιδημίες στην Ευρώπη άρχισαν να εκδηλώνονται ήδη από τον 6o αι. και σε όλο τον Μεσαίωνα, έτσι που έμειναν μόνιμες ενδημικές εστίες. Μετά τη μεγάλη επιδημία του 14ου αι., η νόσος έγινε ενδημική, με επιδημικές εξάρσεις για τετρακόσια περίπου χρόνια (π. του Μιλάνου το 1576, του Λονδίνου το 1665, της Μεσσήνης το 1743 κ.ά.). Κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αι. σημειώθηκε μια πανδημία· σήμερα υπάρχουν ενδημικές εστίες κυρίως στην Ασία (Ινδία, Ινδοκίνα, Αρχιπέλαγος της Μαλαισίας, Μικρά Ασία), αλλά και στην Αφρική (Αίγυπτος, Κεντρική Αφρική, Μαδαγασκάρη) και στη Νότια Αμερική. Στην Ευρώπη η π. είναι άγνωστη εδώ και πολλές δεκαετίες· στην Ασία, δεξαμενή μικρόβιου είναι ο αρκτόμυς του Θιβέτ, τρωκτικό που κυνηγιέται για την πολύτιμη γούνα του. Η π. είναι μια από τις πέντε σοβαρότερες μεταδοτικές αρρώστιες. Η προφύλαξη από αυτήν γίνεται με μέτρα που λαμβάνονται από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας και των οποίων η τήρηση είναι υποχρεωτική για τα κράτη-μέλη της Οργάνωσης αυτής. Σχηματική παράσταση του τρόπου μετάδοσης της πανούκλας: αριστερά, ο κύκλος της νόσου στα ζώα που αποτελούν τη δεξαμενή του μικρόβιου· δεξιά, ο κύκλος τής νόσου στον ποντικό. 0 άνθρωπος μολύνεται με τα τσιμπήματα των ψύλλων. Εκτός από τη βουβωνική μορφή της πανούκλας, εμφανίζεται και πνευμονική μορφή της νόσου η οποία συμβάλλει στη γρήγορη επιδημική διάδοσή της, επειδή στη μορφή αυτή το μικρόβιο της μεταδίνεται με σταγονίδια με το ενδιάμεσο του αέρα. Ντομένικο Γκαργκιούλο: «Η πλατεία του Μερκατέλο στη Νεάπολη κατά την πανώλη του 1656». Από το 15o ως το 18o αι., παρουσιάστηκαν στην Ευρώπη πολυάριθμες ενδημικές μορφές πανώλους, συνέχεια της φοβερής πανδημίας του 14ου αι. (Νεάπολη, Μουσείο του Σαν Μαρτίνο).
* * *
-ες / πανώλης, -ῶλες ΝΑ
νεοελλ.
1. (το θηλ, ως ουσ.) η πανώλης
α) βαρύτατο λοιμώδες νόσημα προκαλούμενο από τον βάκιλλο τού Γιερσέν, ένα αρνητικό κατά Γκραμ βακτηρίδιο τής οικογένειας τών εντεροβακτηριοειδών, η πανούκλα
β) ονομασία που δίνεται σε διάφορες θανατηφόρες επιδημικές νόσους
2. φρ. α) «πανώλης τής γάτας»
(κτην.) η πανλευκοπενία
β) «πανώλης τών βοοειδών»
(κτην.) οξεία λοιμώδης ζωονόσος που προσβάλλει το βόδι και το βουβάλι, οφείλεται σε μυξοϊό και έχει ως συμπτώματα υψηλό πυρετό, που εμφανίζεται απότομα, φλεγμονή και στη συνέχεια νέκρωση τών βλεννογόνων
γ) «πανώλης τών ορνίθων»
(κτην.) λοιμώδης ζωονόσος τών πουλερικών που οφείλεται σε ιό και εμφανίζει αναπνευστικά και νευρικά συμπτώματα
δ) «πανώλης τών χοίρων»
(κτην.) δύο λοιμώδεις ζωονόσοι τών χοίρων, η αφρικανική πανώλης και η κλασική πανώλης, οι οποίες οφείλονται σε διαφορετικούς ιούς αλλά εμφανίζουν τα ίδια συμπτώματα, δηλαδή υψηλό πυρετό, νευρικά συμπτώματα, πορφυρό χρωματισμό τού δέρματος, ίχνη νεκρώσεων στις παρυφές τών αφτιών και στην ουρά
αρχ.
1. αυτός που έχει καταστραφεί ολοκληρωτικά
2. εντελώς διεφθαρμένος
3. πάρα πολύ ολέθριος, καταστρεπτικότατος («αἱ δὲ συμφοραὶ αὐτοῡ πανώλεις», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -ώλης (< ὄλλυμι), πρβλ. εξ-ώλης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πανώλη — πανώλης all destructive neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πανώλης all destructive masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πανώλης all destructive masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Corfu — For other uses, see Corfu (disambiguation). Corfu Κέρκυρα Pontikonisi and Vlacheraina monastery seen from the hilltops of Kanoni …   Wikipedia

  • Saint Spyridon — Infobox Saint name=Saint Spyridon birth date=ca. 270 death date=348 feast day= East: December 12, Cheesefare Saturday West: December 14 venerated in=Eastern Orthodoxy, Eastern Catholicism imagesize=300px caption=Icon of Saint Spyridon birth place …   Wikipedia

  • ζωονοσία — Οποιαδήποτε λοιμώδης ή παρασιτική νόσος των ζώων, που μπορεί να μεταδοθεί στους ανθρώπους. * * * και ζωονόσος, η ιατρ. κάθε νόσος τών ζώων που μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο και αντίστροφα, όπως ο άνθρακας, η λύσσα, η πανώλη, η ψιττάκωση… …   Dictionary of Greek

  • κοριός — Κοινή ονομασία ετεροπτέρων εντόμων της τάξης των ημιπτέρων. Πρόκειται για αιμοφάγα παράσιτα των θηλαστικών –συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου– και ορισμένων πτηνών. Το σώμα τους είναι μικρό και πεπλατυσμένο, ενώ απουσιάζουν τα μάτια και πολλές …   Dictionary of Greek

  • κτενοκέφαλος — ο ζωολ. ψείρα τού σκύλου και τής γάτας, γένος σιφωνάπτερων εντόμων τής οικογένειας pulicidae, που είναι φορέας τού εξανθηματικού τύφου, μπορεί να μεταδώσει την πανώλη και χρησιμεύει ως ξενιστής τής ταινίας τού σκύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ …   Dictionary of Greek

  • λοίμωξη — Παθολογική διεργασία που ακολουθεί την εισβολή και την εγκατάσταση στο σώμα παθογόνων μικροοργανισμών, όπως είναι οι ιοί, τα μικρόβια, οι μύκητες, τα πρωτόζωα και οι ρικέτσιες. Από το πλήθος των μικροοργανισμών του περιβάλλοντος λίγοι είναι οι… …   Dictionary of Greek

  • πανουκλιάζω — [πανούκλα] 1. προσβάλλομαι από την ασθένεια πανώλη, παθαίνω πανούκλα 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πανουκλιασμένος, η, ο α) (ως κατάρα) αυτός που μακάρι να πάθει πανούκλα β) μτφ. χαρακτηρισμός ανθρώπου που αναμιγνύεται σε όλα, πολυπράγμων …   Dictionary of Greek

  • πανωλικό — ή, ό [πανώλης] αυτός που αναφέρεται στη νόσο πανώλη …   Dictionary of Greek

  • πανωλόβλητος — η, ο αυτός που έχει προσβληθεί από τη νόσο πανώλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανώλης + βλητος (βάλλω), πρβλ. πανικό βλητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”